- ὀρανός
- οὐρανόςheavenmasc nom sg (aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όρανος — ὄρανος, ὁ (Α) βλ. ουρανός … Dictionary of Greek
Σίτσαινα — Ορανός οικισμός, (184 κάτ., υψόμ. 880 μ.), στην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέτρας … Dictionary of Greek
Τσιλιγιανναίικα — Ορανός οικισμός (;; κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσαρίστης … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
u̯er-2 (*su̯er-) — u̯er 2 (*su̯er ) English meaning: highland, high place, top, high Deutsche Übersetzung: “erhöhte Stelle (in Gelände or in der Haut)” Note: extended u̯er d , u̯er s Material: A. Lat. varus “Gesichtsausschlag, Knöspchen” (= Lith … Proto-Indo-European etymological dictionary